
Oι ιδιότητές αυτού του μετάλλου γενικά το καθιστούν πολύ κατάλληλο για κατασκευή κοσμημάτων. Λόγω όμως της πολύ ακριβής τιμής της και της δυσκολίας στην κατεργασία, τα κοσμήματα από πλατίνα είναι πολύ ακριβότερα από τα χρυσά.
Χρησιμοποιείται στην Ευρώπη από το 1550, αλλά απομονώθηκε και ταυτοποιήθηκε σαν στοιχείο το 1741. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν πολύ δημοφιλή τα κοσμήματα από πλατίνα Τότε όλη η πλατίνα εξορυσσόταν από μεγάλα κοιτάσματα που είχαν βρεθεί στη Ρωσία.
Σήμερα το 80% της παγκόσμιας παραγωγής εξορύσσεται στην Νότιο Αφρική, Συχνά στην Ελλάδα την πλατίνα την μπερδεύουμε με τον λευκόχρυσο, που δεν έχουν όμως καμία σχέση. Ο λευκόχρυσος δεν είναι μέταλλο αλλά είναι ένα κράμα χρυσού που έχει λευκό χρώμα.
Εκτός από κοσμήματα, η πλατίνα χρησιμοποιείται στους καταλύτες των αυτοκινήτων, και σε χημικοθεραπευτικά φάρμακα. Στην οικογένεια μετάλλων μαζί με την πλατίνα είναι το παλλάδιο, το ιρίδιο, το ρουθήνιο, το ρόδιο και το όσμιο.Η πλατίνα είναι πολύ ακριβή σαν πρώτη ύλη, και δύσκολη στην κατεργασία. Για τους λόγους αυτούς είναι ένα υλικό που δεν προσφέρεται για σχεδιαστικούς πειραματισμούς. Τα πλατινένια κοσμήματα έχουν συνήθως γραμμή minimal και διαχρονική.

ΧΡΩΜΑ ΧΡΥΣΟΥ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΣΤΗ ΛΕΓΑ (ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ)
Κίτρινο 50% ασήμι,50% χαλκός
Λευκό (Λευκόχρυσος) Νίκελ, ψευδάργυρος, χαλκός, μαγνήσιο, ασήμι, παλλάδιο
Ροζ 90% χαλκός, 10% ασήμι
Πράσινος Μεγάλη αναλογία ασήμι και κάδμιο
Μπλε-Γκρι Σίδηρος
Ο καθαρός χρυσός στην μαστορική διάλεκτο, λέγεται βενέτικο χρυσό, ονομασία που ξεκινάει από τα βενέτικα φλουριά, που αποτελούνταν από καθαρό χρυσό. Στην αρχαία Ελλάδα είχε την ονομασία ακήρατος χρυσός, δηλαδή ανόθευτος, και στον Ηρόδοτο υπάρχει η έκφραση «άπεφθος χρυσός», δηλαδή, καθαρός. Για τον χρυσό ενίοτε χρησιμοποιείται η λέξη μάλαμα (π.χ. μαλαματένιο δαχτυλίδι). Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη μάλαγμα, που σημαίνει, κάτι που επεξεργάζεται (μαλάσσεται) εύκολα. ΄Οσο για την λέξη ΄"χρυσός" που χρησιμοποιούμε σήμερα, η χρήση της χάνεται στις απαρχές της Ελληνικής ιστορίας.

Ο άργυρος είναι μέταλλο λευκό, το χημικό του σύμβολο είναι Ag, και είναι μεταξύ των μετάλλων ο καλύτερος αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού. Το ειδικό του βάρος είναι 10,49 gr/cm3. O άργυρος όταν γυαλιστεί, έχει έντονη μεταλλική λάμψη, καθώς επίσης εμφανίζει την μεγαλύτερη επιφανειακή αντανακλαστικότητα από όλα τα μέταλλα, γι’ αυτό χρησιμοποιείτο στην κατασκευή καθρεπτών. Δεν οξειδώνεται πολύ κατά την επαφή του με του αέρα και το νερό, παρά μόνον εμφανίζεται μία επιφανειακή οξείδωση, λόγω της δημιουργίας ενός λεπτού στρώματος θειούχου αργύρου, Ag2S. Η οξείδωση αυτή δημιουργείται όταν ο άργυρος έρχεται σε επαφή με το θειάφι (π.χ. SO2 ) που υπάρχει στον ατμοσφαιρικό αέρα.
Σπάνια στη φύση βρίσκεται αυτοφυής (καθαρός) άργυρος, αλλά τις μεγαλύτερες ποσότητες τις παίρνουμε από κοιτάσματα, όπου υπάρχουν ενώσεις του αργύρου με άλλα χημικά στοιχεία.
Στην κλασική Ελλάδα ο άργυρος ήταν το μέταλλο από το οποίο γίνονταν τα νομίσματα αλλά και η βάση για όλους τους οικονομικούς υπολογισμούς και τις συναλλαγές, όπως ήταν για πολλά χρόνια στη σύγχρονη εποχή ο χρυσός. Σήμερα το 33% του παραγόμενου ασημιού, χρησιμοποιείται στην παραγωγή κοσμημάτων, και 3% για παραγωγή νομισμάτων και μεταλλίων, και το υπόλοιπο στη βιομηχανία, όπως π.χ. στις φωτογραφικές πλάκες. Η τιμή του αργύρου είναι η χαμηλότερη συγκρινόμενη με τα τέσσερα πολύτιμα μέταλλα. Στη μυστικιστική παράδοση των λαών ο άργυρος συνδέεται με την σελήνη, και εν συνεχεία με την «θηλυκή» πλευρά των πραγμάτων, την πιο συναισθηματική, πιο αινιγματική και πιο μαγική.

Οι ανοξείδωτοι χάλυβες παράγονται σε ηλεκτρικές καμίνους από σκραπ, σιδηροκραμάτων (π.χ. σιδηροχρώμιο, σιδηρονικέλιο, κ.λπ.) και άλλων μεταλλικών προσθηκών. Χρησιμοποιούνται ευρέως σε πολλές εφαρμογές που απαιτούν αντοχή στην διάβρωση για λόγους οικονομικούς (βιομηχανία, αρχιτεκτονική, μαγειρικά σκεύη κ.λ.π.).
Σε σύγκριση με τους κοινούς χάλυβες, οι ανοξείδωτοι χάλυβες, εκτός από την πολύ υψηλότερη αντοχή στην διάβρωση, παρουσιάζουν επιπλέον και υψηλότερη μηχανική αντοχή. Ωστόσο, είναι πιο σκληροί από τους κοινούς χάλυβες και γι' αυτό πιο δυσκατέργαστοι. Οι ανοξείδωτοι χάλυβες παρουσιάζουν επίσης χαμηλή θερμική αγωγιμότητα σε σύγκριση με τους κοινούς χάλυβες.
Οι ανοξείδωτοι χάλυβες AISI-SAE 316 (ISO A4) παρουσιάζουν ακόμα πιο υψηλή αντοχή στην διάβρωση, επειδή έχουν και μολυβδαίνιο σε περιεκτικότητα μέχρι 2%. Οι ανοξείδωτοι χάλυβες AISI-SAE 304L και AISI-SAE 316L περιέχουν πολύ λίγο άνθρακα (< 0,03%), για να συγκολλούνται πιο εύκολα.
Το ανοξείδωτο ατσάλι μπορεί να αποτελείται από διάφορα μείγματα αλλά το καλύτερο για την κατασκευή εξαιρετικών κοσμημάτων είναι το ανοξείδωτο χειρουργικό ατσάλι 316L. Τα κοσμήματα από ανοξείδωτο ατσάλι είναι σχετικά οικονομικά, ενώ παράλληλα διατηρούν την λάμψη και την ομορφιά τους για πολλά χρόνια.
Το ανοξείδωτο ατσάλι είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού και αυτό για κάποιους ανθρώπους θεωρείται πλεονέκτημα.
Ένα ατσάλινο κόσμημα είναι πολύ ανθεκτικό και δεν μπορείς να το γρατσουνίσεις εύκολα, αλλά όχι εξίσου σκληρό συγκριτικά με του τιτανίου.
Το ανοξείδωτο ατσάλι είναι ανθεκτικό στη σκουριά, εξ ου και το όνομά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να σκουριάσει και συνίσταται να αποφεύγεται η επαφή του με το θαλασσινό νερό.

Ο ορείχαλκος χρησιμοποιήθηκε στην μεταλλοτεχνία ήδη από το 3500 π.Χ, για την κατασκευή όπλων, εργαλείων και διακοσμητικών αντικειμένων. Το πρώτο κράμα ορειχάλκου που βρήκε ευρεία εφαρμογή στην κοσμηματοποιία είναι το κράμα Pinchbeck που πήρε το όνομά του από τον εφευρέτη του. Το κράμα αυτό περιέχει 25% ψευδάργυρο και αποδείχτηκε με τα χρόνια πως έχει πολύ ικανοποιητική αντίδραση στην οξείδωση. Στη σημερινή εποχή για την κατασκευή κοσμημάτων χρησιμοποιείται ένα κράμα ορείχαλκου με 15% ψευδάργυρο. Το κράμα αυτό που έχει την ονομασία rich low brass, έχει ικανοποιητική αντοχή στην οξείδωση και την διάβρωση, και έχει καλή συμπεριφορά σε διάφορες κατεργασίες όπως το γυάλισμα.
Ο ορείχαλκος αναφέρεται σε ορισμένα αρχαία ελληνικά κείμενα, αλλά δεν είναι εξακριβωμένο κατά πόσο ο όρος αυτός ανταποκρίνονταν πράγματι σε κράμα χαλκού-ψευδαργύρου. Ο Ησίοδος αναφέρει ότι ο Ηρακλής φορούσε κνημίδες από ορείχαλκο. Ο Πλάτων στον Κριτία αναφέρει ότι οι κάτοικοι της μυθικής Ατλαντίδας γνώριζαν τον «ἐκ γῆς ὀρυττόμενον» ορείχαλκο, που έλαμπε σαν φωτιά («πυρώδης») και ήταν το πιο πολύτιμο μέταλλο μετά τον χρυσό. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται πως τα τείχη της ακρόπολης και το εσωτερικό του ναού του Ποσειδώνα στην Ατλαντίδα ήταν επενδυμένα με ορείχαλκο

Έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς σαν υποκατάστατα του ασημιού, για κατασκευή κοσμημάτων ή σκευών. Είναι κατάλληλα για την κατασκευή μουσικών οργάνων όπως φλάουτα, σαξόφωνα και τρομπέτες γιατί παράγουν ωραίο ήχο. Δεν πρέπει όμως να χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μαγειρικών σκευών γιατί υπάρχει κίνδυνος διάχυσης του χαλκού, και δηλητηρίασης.
Η μεταλλοτεχνία του αλπακά για την κατασκευή κοσμημάτων και διακοσμητικών είναι παρόμοια με του ασημιού όσον αφορά την συγκόλληση και τις οξειδώσεις. Είναι πιό δύσκαμπτος όσον αφορά την εξέλαση και εξόλκηση και είναι αρκετά πιό σκληρός από το ασήμι για χαράξεις.
Ιστορικά τα κράματα αυτά ήταν γνωστά από αιώνες στην Ινδία με την ονομασία Tutenag και στην Κίνα με την ονομασία Paktong (που θα πει λευκός χαλκός).Ο αλπακάς ανήκει στην οικογένεια κραμάτων που έχουν σαν πρωτεύον συτστατικό τον χαλκό και στην αρχαία ελληνική γλώσσα είχαν την ονομασία κρατέρωμα. Το νικέλιο προστίθεται σε αυτή την περίπτωση λόγω της ισχυρής χρωστικής του δύναμης ώστε το κράμα να αποκτήσει αργυρόλευκο χρώμα. Όσο αυξάνεται η περιεκτικότητα του νικέλίου το χρώμα του κράματος γίνεται πιό λευκό αλλά συγχρόνως αυξάνεται η σκληρότητά του. Στην περίπτωση που το κράμα πρόκειται να χυτευτεί προστίθεται μόλυβδος σε αναλογία 5-10% ο οποίος αυξάνει την ευτηκτικότητα. Στην περίπτωαη που θελουμε να αποκτήσει ευκαμψία και ελατότητα προστίθεται μαγνήσιο.