Περιγραφή: Κολιέ ονομάζεται το κόσμημα που φοριέται γύρω από το λαιμό. Η λέξη κολιέ που χρησιμοποιούμε είναι η γαλλική “collier”. Στα Ελληνικά η λέξη είναι περιδέραιο, που σημαίνει «γύρω από τον λαιμό» (δέρη = λαιμός). Τα περιδέραια συχνά αποτελούνται από αλυσίδες από τις οποίες κρέμονται διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, ή πολύτιμες πέτρες. Περιδέραια χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι σε όλους τους πολιτισμούς, και πολλές φορές κρεμούσαν από αυτά φυλακτά, για να τους προφυλάσσουν από τις αρρώστιες και το «κακό μάτι». Τσόκερ (chocker) λέγεται το κοντό κολιέ 35-40 εκατοστά. Κολάρο (colar) είναι το κολιέ που είναι εφαρμοστό στο λαιμό. Ντεγκραντέ (graduated) είναι το κολιέ που τα στοιχεία του, μεγαλώνουν βαθμιαία, ξεκινώντας λεπτά στο λαιμό και καταλήγουν χοντρά στο κέντρο. Μενταγιόν (medallion-pendant) είναι ένα στοιχείο (σταυρός, μετάλλιο, κόσμημα) που κρέμεται στο μπούστο, από μία αλυσίδα ή ένα σχοινάκι δερμάτινο, μεταξωτό, κ.λ.π.

Κολιέ (Necklace)
Η ετυμολογία της λέξης ξεκινάει από την ελληνική λέξη μέταλλον. Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα για το μενταγιόν χρησιμοποιείτο η λέξη περίαπτο, που ετοιμολογείται από το ρήμα περιάπτω που σημαίνει αναρτώ, κρεμώ. Στην λαϊκή παράδοση το κολιέ λέγεται «γιορντάνι», που προέρχεται από το τουρκικό “gerdan” που θα πει λαιμός.
Για τα περισσότερα ανδρικά κολιέ με αλυσίδα λαιμού, τα 50cm είναι το τυπικό μήκος. Αυτό το μήκος κάθεται ανάμεσα στα 2 πρώτα κουμπιά ενός πουκαμίσου – κοντά στο κόκκαλο της κλείδας.
Μπορείς να τα φοράς τόσο από μέσα όσο και έξω από το πουκάμισο ή το t-shirt σου.
Μπορείς να τα φοράς τόσο από μέσα όσο και έξω από το πουκάμισο ή το t-shirt σου.
Για τα γυναικεία κολιέ με αλυσίδα λαιμού, τα 40cm είναι το τυπικό μήκος.
